αργιλικός

αργιλικός
-ή, -ό
αυτός που περιέχει άργιλο ή αργίλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμπελίτης — ο (Πετρογρ.) μαύρος αργιλικός σχιστόλιθος, πλούσιος σε ανθρακούχες ουσίες. Περιέχει συχνά σιδηροπυρίτη, ο οποίος εξαλλοιώνεται σε θειικό σίδηρο. Είναι ιζήματα που αποτέθηκαν σε βυθούς θαλασσών με περιορισμένη οξείδωση τής οργανικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… …   Dictionary of Greek

  • στεγαστικός σχιστόλιθος — Αργιλικό σκούρο στο χρώμα, εξαιτίας της παρουσίας σ’ αυτό κυρίως άνθρακα. Το πέτρωμα αυτό διαχωρίζεται εύκολα σε πλάκες πάχους λίγων εκατοστών και χρησιμοποιείται στη δοκιμή για εξωτερικές επενδύσεις σε σκάλες ή και σε στέγες. Στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”